αναρωτώ

αναρωτώ
αναρώτησα, αναρωτήθηκα, αναρωτημένος
1. ρωτώ επανειλημμένα: Τον αναρωτούσε πού πήγε και τι έκανε τα χρόνια που έλειπε.
2. το μέσ., αναρωτιέμαι διερωτώμαι: Αναρωτιόταν γιατί ο παλιός του φίλος τον απόφευγε τελευταία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αναρωτώ — ρωτώ και ξαναρωτώ, ρωτώ με ενδιαφέρον για κάτι και απλώς ρωτώ 2. (μέσ., ιέμαι] ρωτώ τον εαυτό μου, απορώ …   Dictionary of Greek

  • ανετάζω — ἀνετάζω (Α) [ετάζω] αναρωτώ, εξετάζω, ανακρίνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”