- αναρωτώ
- αναρώτησα, αναρωτήθηκα, αναρωτημένος1. ρωτώ επανειλημμένα: Τον αναρωτούσε πού πήγε και τι έκανε τα χρόνια που έλειπε.2. το μέσ., αναρωτιέμαι διερωτώμαι: Αναρωτιόταν γιατί ο παλιός του φίλος τον απόφευγε τελευταία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.